- πατριαστί
- πατρι-αστί, later [suff] πατρι-εί, Adv.A with the father's name, PHal. 1.248 (iii B.C.), SIG1023.32 (Cos, iii/ii B.C.), 793.13 (ibid., i A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πατριαστί — και πατριαστεί Α με το πατρικό όνομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, τρός, πιθ. κατά το ὀνομαστί] … Dictionary of Greek
πατήρ — ο, ΝΜΑ, και πατέρας, ΝΜ 1. ο γεννήτορας, ο γονιός, ο γονέας (α. «τού πατέρα σου, όταν έρθεις, δε θα βρεις παρά τον τάφο», Σολωμ. β. «ἐπῆγεν ὁ πατέρας της εἰς κάποιον ταξίδι», Διγ. Ακρ. γ. «τοῡδε κεκλῆσθαι πατρός», Σοφ.) 2. φρ. «Πάτερ ημών» η… … Dictionary of Greek